- αλληλογραφώ
- -ησα, ανταλλάζω επιστολές με κάποιον: Εδώ και μερικούς μήνες αλληλογραφώ μ' ένα Σουηδό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλληλογραφώ — αλληλογραφώ, αλληλογράφησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλληλογραφώ — ( έω) ανταλλάσσω επιστολές με κάποιον, επιστολογράφο). [ΕΤΥΜΟΛ. < *αλληλογράφος < αλληλο * + γράφος < γράφω] … Dictionary of Greek
επιστολογραφώ — έω γράφω επιστολές, αλληλογραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
ψευδαλληλογράφοι — oἱ, Μ αυτοί που προσποιούνται ότι αλληλογραφούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ἀλληλογραφῶ] … Dictionary of Greek